Κυρηναική

Κυρηναική
Κυρηναικός
the disciples
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κυρηναϊκή — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Λιβύης. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και περιλαμβάνεται μεταξύ του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης στα ΒΔ και της Μαρμαρικής στα ΒΑ. Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος στη βόρεια ζώνη, η… …   Dictionary of Greek

  • Κυρηναικῇ — Κυρηναικός the disciples fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κυρηναϊκός — ή, ό (AM κυρηναϊκός, ή, όν) [Κυρήνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ελληνική πόλη τής βόρειας Αφρικής Κυρήνη 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κυρηναϊκοί οι μαθητές ή οπαδοί τού Κυρηναίου φιλοσόφου Αριστίππου, που θεωρούσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • πεντάπολις — Ονομασία που δινόταν σε χώρες που αποτελούνταν από πέντε κύριες πόλεις. Οι πιο σημαντικές ήταν: 1. Π. η Δωρική, στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Αποτελείτο από τις δωρικές πόλεις Λίνδο, Ιαλυσσό, Κάμειρο, Κω και Κνίδο. Ονομαζόταν αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Φεζάν — (η αρχαία Φαζανία). Ιστορική περιοχή της Λιβύης, της οποίας αποτέλεσε από το 1951, έτος της ανεξαρτησίας της χώρας, μέχρι το 1963, όταν εφαρμόστηκε το νέο σύνταγμα της Λιβύης, μια από τις τρεις ομόσπονδες ενότητες μαζί με την Τριπολίτιδα και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”